λευκομέλας: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkomelas | |Transliteration C=lefkomelas | ||
|Beta Code=leukome/las | |Beta Code=leukome/las | ||
|Definition=αινα, αν, | |Definition=αινα, αν, [[grey]], Hdn.''Epim.''163, Tz.ad Lyc.334. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκομέλᾱς''': -αινα, αν, «ἀσπρόμαυρος», [[φαιός]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 163, Τζέτζ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λευκομέλας]], ὁ, = Λιβόνοτος, Genelli in Wolf’s Anal. 4. 478. | |lstext='''λευκομέλᾱς''': -αινα, αν, «ἀσπρόμαυρος», [[φαιός]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 163, Τζέτζ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λευκομέλας]], ὁ, = Λιβόνοτος, Genelli in Wolf’s Anal. 4. 478. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκομέλας]], -αινα, -αν (AM)<br />αυτός που έχει όψη ή [[χροιά]] μελανόλευκη, ασπρόμαυρος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 25 August 2023
English (LSJ)
αινα, αν, grey, Hdn.Epim.163, Tz.ad Lyc.334.
German (Pape)
[Seite 34] αινα, αν, weißschwarz, weiß und schwarz, grau, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκομέλᾱς: -αινα, αν, «ἀσπρόμαυρος», φαιός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 163, Τζέτζ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λευκομέλας, ὁ, = Λιβόνοτος, Genelli in Wolf’s Anal. 4. 478.
Greek Monolingual
λευκομέλας, -αινα, -αν (AM)
αυτός που έχει όψη ή χροιά μελανόλευκη, ασπρόμαυρος.