πρόκοττα: Difference between revisions
(6_9) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόκοττα''': ἢ προκόττα, ἡ, Δωρ. [[λέξις]] ἀντὶ [[προκόμιον]], | |lstext='''πρόκοττα''': ἢ προκόττα, ἡ, Δωρ. [[λέξις]] ἀντὶ [[προκόμιον]], Πολυδ. Β΄, 29· «προκότταν· τὴν πρὸ τῆς κεφαλῆς τρίχωσιν· [[κοττὶς]] γὰρ παρὰ τοῖς Δωριεῦσιν ἡ κεφαλὴ λέγεται» Φώτ.· «[[εἶδος]] κουρᾶς· ἢ κεφαλῆς [[τρίχωμα]]» κτλ. Ἡσύχ., [[ἔνθα]] καὶ «προκοττίς· [[χαίτη]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[προκόττα]], ἡ, Α<br /> (<b>δωρ. τ.</b>) το [[προκόμιον]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοττίς]] «[[κεφαλή]]», [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 28 March 2021
Greek (Liddell-Scott)
πρόκοττα: ἢ προκόττα, ἡ, Δωρ. λέξις ἀντὶ προκόμιον, Πολυδ. Β΄, 29· «προκότταν· τὴν πρὸ τῆς κεφαλῆς τρίχωσιν· κοττὶς γὰρ παρὰ τοῖς Δωριεῦσιν ἡ κεφαλὴ λέγεται» Φώτ.· «εἶδος κουρᾶς· ἢ κεφαλῆς τρίχωμα» κτλ. Ἡσύχ., ἔνθα καὶ «προκοττίς· χαίτη».
Greek Monolingual
και προκόττα, ἡ, Α
(δωρ. τ.) το προκόμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε -α].