μορφοφανής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορφοφᾰνής''': -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ [[σχῆμα]]) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.
|lstext='''μορφοφᾰνής''': -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ [[σχῆμα]]) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.
}}
{{grml
|mltxt=[[μορφοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται, που [[είναι]] [[εμφανής]] μόνο [[κατά]] τη [[μορφή]] του, [[κατά]] το [[σχήμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[μονοφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

μορφοφᾰνής: -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ σχῆμα) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.

Greek Monolingual

μορφοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται, που είναι εμφανής μόνο κατά τη μορφή του, κατά το σχήμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -φανής (< φαίνομαι), πρβλ. μονοφανής].