συνεξελέειν: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_12)
 
(4b)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξελέειν''': Ἰων. ἀορ. β΄ ἀπαρ. τοῦ [[συνεξαιρέω]].
|lstext='''συνεξελέειν''': Ἰων. ἀορ. β΄ ἀπαρ. τοῦ [[συνεξαιρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξελέειν:''' ион. inf. aor. 2 к [[συνεξαιρέω]].
}}
}}

Latest revision as of 04:12, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

συνεξελέειν: Ἰων. ἀορ. β΄ ἀπαρ. τοῦ συνεξαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

συνεξελέειν: ион. inf. aor. 2 к συνεξαιρέω.