σίκχος: Difference between revisions

(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sikchos
|Transliteration C=sikchos
|Beta Code=si/kxos
|Beta Code=si/kxos
|Definition=εος, τό,= <b class="b3">βδέλυγμα</b>, Sm.<span class="title">Ez.</span>7.19, al.:—also σικχότης, ητος, ἡ, <span class="bibl">Eust.972.35</span>.
|Definition=εος, τό, = [[βδέλυγμα]], Sm.''Ez.''7.19, al.:—also [[σικχότης]], ητος, ἡ, Eust.972.35.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σίκχος''': -εος, τό, = [[βδέλυγμα]], Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.
|lstext='''σίκχος''': -εος, τό, = [[βδέλυγμα]], Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />[[βδέλυγμα]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σικχός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στεῖνος]], [[μάκρος]])].
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[σικχότης]], <i>[[LXX]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

English (LSJ)

εος, τό, = βδέλυγμα, Sm.Ez.7.19, al.:—also σικχότης, ητος, ἡ, Eust.972.35.

Greek (Liddell-Scott)

σίκχος: -εος, τό, = βδέλυγμα, Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - ὡσαύτως σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (πρβλ. στεῖνος, μάκρος)].

German (Pape)

τό, = σικχότης, LXX.