ἀπαιτητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apaititikos
|Transliteration C=apaititikos
|Beta Code=a)paithtiko/s
|Beta Code=a)paithtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">requiring</b>: <b class="b3">-κόν, τό,</b> <b class="b2">state of need</b>, Gal. 1.205.</span>
|Definition=ἀπαιτητική, ἀπαιτητικόν, [[requiring]]: [[ἀπαιτητικόν]], τό, [[state of need]], Gal. 1.205.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo</i> Gal.1.205.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιτητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49.
|lstext='''ἀπαιτητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀπαιτητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει μεγάλες, υπερβολικές απαιτήσεις.
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτητικός Medium diacritics: ἀπαιτητικός Low diacritics: απαιτητικός Capitals: ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apaitētikós Transliteration B: apaitētikos Transliteration C: apaititikos Beta Code: a)paithtiko/s

English (LSJ)

ἀπαιτητική, ἀπαιτητικόν, requiring: ἀπαιτητικόν, τό, state of need, Gal. 1.205.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo Gal.1.205.

German (Pape)

[Seite 275] einfordernd, gern eintreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀπαιτητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει μεγάλες, υπερβολικές απαιτήσεις.