κειμηλιοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(6_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κειμηλιοφύλαξ''': -ακος, ὁ, [[φύλαξ]] τῶν κειμηλίων, ὁ κειμηλιάρχης, μεταγεν.
|lstext='''κειμηλιοφύλαξ''': -ακος, ὁ, [[φύλαξ]] τῶν κειμηλίων, ὁ κειμηλιάρχης, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κειμηλιοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />ο [[κειμηλιάρχης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κειμήλιο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φύλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φύλαξ]]), [[πρβλ]]. [[θαλαμοφύλαξ]], [[θησαυροφύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1412] ακος, ὁ, = κειμηλιάρχης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κειμηλιοφύλαξ: -ακος, ὁ, φύλαξ τῶν κειμηλίων, ὁ κειμηλιάρχης, μεταγεν.

Greek Monolingual

κειμηλιοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κειμηλιάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιο(ν) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμοφύλαξ, θησαυροφύλαξ.