ἐθηεῖτο: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(6_6)
 
(2)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθηεῖτο''': ἐθηεύμεθα, ἐθηεῦντο, ἐθηήσαντο, Ἰων. τύποι· ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[θεάομαι]].
|lstext='''ἐθηεῖτο''': ἐθηεύμεθα, ἐθηεῦντο, ἐθηήσαντο, Ἰων. τύποι· ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[θεάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐθηεῖτο:''' ἐθηεύμεθα, [[ἐθηεῦντο]], Ιων. αντί <i>ἐθεᾶτο</i>, <i>ἐθεώμεθα</i>, <i>ἐθεῶντο</i>, γʹ ενικ., αʹ και γʹ πληθ. του [[θεάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐθηεῖτο:''' ион. 3 л. sing. impf. к [[θεάομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐθηεῖτο: ἐθηεύμεθα, ἐθηεῦντο, ἐθηήσαντο, Ἰων. τύποι· ἴδε τὸ ῥῆμα θεάομαι.

Greek Monotonic

ἐθηεῖτο: ἐθηεύμεθα, ἐθηεῦντο, Ιων. αντί ἐθεᾶτο, ἐθεώμεθα, ἐθεῶντο, γʹ ενικ., αʹ και γʹ πληθ. του θεάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐθηεῖτο: ион. 3 л. sing. impf. к θεάομαι.