ἀνθρωπογενής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(6_7)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπογενής''': -ές, καὶ -γέννητος, ον, ὁ ἐξ ἀνθρώπων γεννηθείς, Ἐκκλ.
|lstext='''ἀνθρωπογενής''': -ές, καὶ -γέννητος, ον, ὁ ἐξ ἀνθρώπων γεννηθείς, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἀνθρωπογενής]], -οῦς, -ές)<br />ο γεννημένος από ανθρώπους.
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 234] ἐς, Mensch geworden, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπογενής: -ές, καὶ -γέννητος, ον, ὁ ἐξ ἀνθρώπων γεννηθείς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀνθρωπογενής, -οῦς, -ές)
ο γεννημένος από ανθρώπους.