περιγλωττίς: Difference between revisions
(6_12) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periglottis | |Transliteration C=periglottis | ||
|Beta Code=periglwtti/s | |Beta Code=periglwtti/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, | |Definition=-ίδος, ἡ, [[covering of the tongue]], Ath.1.6c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0571.png Seite 571]] ἡ, ein | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0571.png Seite 571]] ἡ, ein Überzug der Zunge, περισκεπαστήριον τῆς γλώττης, Suid.; vgl. Ath. I, 6 c. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιγλωττίς''': -ίδος, ἡ, «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης» (Σουΐδ.), Πίθυλλον τὸν τένθην καλούμενον οὐ περιγλωττίδαν μόνον ὑμενίνην φορεῖν, ἀλλὰ καὶ προσελυτροῦν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις Ἀθήν. 6C. | |lstext='''περιγλωττίς''': -ίδος, ἡ, «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης» (Σουΐδ.), Πίθυλλον τὸν τένθην καλούμενον οὐ περιγλωττίδαν μόνον ὑμενίνην φορεῖν, ἀλλὰ καὶ προσελυτροῦν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις Ἀθήν. 6C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίδος, ἡ Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι [[γύρω]] από την [[γλώσσα]] [[έτσι]] ώστε να επιτείνεται η [[αίσθηση]] της γεύσης<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γλωττίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶττα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:13, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, covering of the tongue, Ath.1.6c.
German (Pape)
[Seite 571] ἡ, ein Überzug der Zunge, περισκεπαστήριον τῆς γλώττης, Suid.; vgl. Ath. I, 6 c.
Greek (Liddell-Scott)
περιγλωττίς: -ίδος, ἡ, «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης» (Σουΐδ.), Πίθυλλον τὸν τένθην καλούμενον οὐ περιγλωττίδαν μόνον ὑμενίνην φορεῖν, ἀλλὰ καὶ προσελυτροῦν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις Ἀθήν. 6C.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ Α
1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση της γεύσης
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα -ίς, -ίδος)].