γλωττίς

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωττίς Medium diacritics: γλωττίς Low diacritics: γλωττίς Capitals: ΓΛΩΤΤΙΣ
Transliteration A: glōttís Transliteration B: glōttis Transliteration C: glottis Beta Code: glwtti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A glottis, mouth of the windpipe (reed), Gal.UP7.13, al.
II mouthpiece of a pipe, in which the reed was inserted, Luc.Harm.1, Theo Sm.p.61 H.; of a trumpet, Hero Spir.1.16.
III shoe-string, Phryn.208; latchet, Lyd.Mag.2.13.
IV a bird, perhaps landrail, Arist.HA597b16.

French (Bailly abrégé)

v. γλωσσίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλωττίς -ίδος, ἡ γλῶσσα mondstuk (van een blaasinstrument).

German (Pape)

ίδος, ἡ, s. γλωσσίς; Stimmritzenkörper des Kehlkopfs, Galen. Bei Arist. H.A. 8.12, ein Vogel.

Russian (Dvoretsky)

γλωττίς: ίδος ἡ = γλωσσίς.

Greek Monotonic

γλωττίς: -ίδος, ἡ=γλῶσσα III, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

γλωττίς: -ίδος, ἡ, τὸ στόμιον τῆς τραχείας μετὰ τοῦ κρεατώδους ἐπιφράγματος, Γαλην. ΙΙ. τὸ στόμιον τοῦ αὐλοῦ, ἐν ᾧ τὸ ποιοῦν τὸν ἦχον καλάμιον ἐνετίθετο (ἴδε γλῶσσα ΙΙΙ. 1), Λουκ. Ἁρμ. 1. ΙΙΙ. λωρίον ὑποδημάτων, Λοβ. Φρύν. 229. IV. πτηνόν τι, κατὰ τὸν Sundevall ἡ ἴυγξ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 12, 12.

Middle Liddell

= γλῶσσα III, the mouth-piece of a pipe, Luc.