βορότης: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_12)
(7)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βορότης''': -ητος, ἡ, [[ἀδηφαγία]], [[πολυφαγία]], Εὐστ. Πονημ. 91. 26.
|lstext='''βορότης''': -ητος, ἡ, [[ἀδηφαγία]], [[πολυφαγία]], Εὐστ. Πονημ. 91. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ἡ [[hambre]], [[apetito]] Eust.579.10.
}}
{{grml
|mltxt=[[βορότης]], η (Μ) [[βορός]]<br />[[αδηφαγία]], [[πολυφαγία]].
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 454] ητος, ἡ, Gefräßigkeit, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

βορότης: -ητος, ἡ, ἀδηφαγία, πολυφαγία, Εὐστ. Πονημ. 91. 26.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ hambre, apetito Eust.579.10.

Greek Monolingual

βορότης, η (Μ) βορός
αδηφαγία, πολυφαγία.