ἐμπλήμενος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_14)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπλήμενος:''' Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπλήμενος:''' part. aor. pass. к [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλήμενος: part. aor. pass. к ἐμπίπλημι.

German (Pape)

s. ἐμπίπλημι.