ἀφιστάνω: Difference between revisions
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afistano | |Transliteration C=afistano | ||
|Beta Code=a)fista/nw | |Beta Code=a)fista/nw | ||
|Definition=later form of | |Definition=later form of [[ἀφίστημι]], ''CPR''5.14 (ii A. D.), Dsc.3.87, Luc.''Sol.''7:—Pass., [[ἀφιστάνομαι]] [[renounce]], τινί τινος ''PRyl.''117.22 (iii A. D.):—also [[ἀφιστάω]], Ath.1.9b, Lib.''Decl.''51.14; opt. [[ἀφιστῴην]] dub. in X.''Smp.''2.20 (v. [[ἀφίστημι]] A. 11), cf. Luc.''Sol.''7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. en v. act. [[quitar]], [[apartar]] de una medicina δύναμιν δὲ ἔχει ... λειχῆνας καὶ λέπρας ... ἀφιστάνειν Dsc.3.87<br /><b class="num">•</b>[[alejar]] περισσὸν ἀφιστάνειν τὸν κατὰ τὸ τέλος τόνον A.D.<i>Adu</i>.184.6, cf. <i>BGU</i> 1127.19 (I a.C.), <i>Stud.Pal</i>.20.10.14 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>cit. como mal uso ático, Luc.<i>Sol</i>.7.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[renunciar a]] c. gen. y dat. ἀφιστανομένη ... τῷ Εὐδαίμονι τῆς ... κληρονομίας renunciando a la herencia en favor de Eudemón</i>, <i>PRyl</i>.117.22 (III d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφιστάνω''': μεταγ. τύπ. τοῦ [[ἀφίστημι]], Διοσκ. 3. 101. ― Ὡσαύτως ἀφιστάω, Ἀθήν. 9Β· εὐκτ. ἀφιστῴην, ἀμφίβολον παρὰ Ξεν. ἐν Συμπ. 2. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν Α. ΙΙ): πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 7. Ἴδε Κοβήτου Novae Lectiones σ. 610. | |lstext='''ἀφιστάνω''': μεταγ. τύπ. τοῦ [[ἀφίστημι]], Διοσκ. 3. 101. ― Ὡσαύτως ἀφιστάω, Ἀθήν. 9Β· εὐκτ. ἀφιστῴην, ἀμφίβολον παρὰ Ξεν. ἐν Συμπ. 2. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν Α. ΙΙ): πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 7. Ἴδε Κοβήτου Novae Lectiones σ. 610. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
later form of ἀφίστημι, CPR5.14 (ii A. D.), Dsc.3.87, Luc.Sol.7:—Pass., ἀφιστάνομαι renounce, τινί τινος PRyl.117.22 (iii A. D.):—also ἀφιστάω, Ath.1.9b, Lib.Decl.51.14; opt. ἀφιστῴην dub. in X.Smp.2.20 (v. ἀφίστημι A. 11), cf. Luc.Sol.7.
Spanish (DGE)
1 tr. en v. act. quitar, apartar de una medicina δύναμιν δὲ ἔχει ... λειχῆνας καὶ λέπρας ... ἀφιστάνειν Dsc.3.87
•alejar περισσὸν ἀφιστάνειν τὸν κατὰ τὸ τέλος τόνον A.D.Adu.184.6, cf. BGU 1127.19 (I a.C.), Stud.Pal.20.10.14 (II d.C.)
•cit. como mal uso ático, Luc.Sol.7.
2 en v. med. renunciar a c. gen. y dat. ἀφιστανομένη ... τῷ Εὐδαίμονι τῆς ... κληρονομίας renunciando a la herencia en favor de Eudemón, PRyl.117.22 (III d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιστάνω: μεταγ. τύπ. τοῦ ἀφίστημι, Διοσκ. 3. 101. ― Ὡσαύτως ἀφιστάω, Ἀθήν. 9Β· εὐκτ. ἀφιστῴην, ἀμφίβολον παρὰ Ξεν. ἐν Συμπ. 2. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν Α. ΙΙ): πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 7. Ἴδε Κοβήτου Novae Lectiones σ. 610.