ἐλαφρόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6_14)
(11)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαφρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἐλαφροὺς πόδας, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25 [[ἔνθα]] [[ἀναγνωστέον]] ἐλαφρὰ ποδῶν· - «ἀερσίποδες· ταχύποδες, ἐλαφρόποδες» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐλαφρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἐλαφροὺς πόδας, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25 [[ἔνθα]] [[ἀναγνωστέον]] ἐλαφρὰ ποδῶν· - «ἀερσίποδες· ταχύποδες, ἐλαφρόποδες» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ουν<br />[[de ligeras patas]] ἵπποι Q.S.4.512, glos. a ἀερσίποδες Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαφρόπους]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ο [[γοργοπόδαρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 792] οδος, leichtfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἐλαφροὺς πόδας, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25 ἔνθα ἀναγνωστέον ἐλαφρὰ ποδῶν· - «ἀερσίποδες· ταχύποδες, ἐλαφρόποδες» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ουν
de ligeras patas ἵπποι Q.S.4.512, glos. a ἀερσίποδες Hsch.

Greek Monolingual

ἐλαφρόπους, ο, η (Α)
αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ο γοργοπόδαρος.