στόλαρχος: Difference between revisions

(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stolarchos
|Transliteration C=stolarchos
|Beta Code=sto/larxos
|Beta Code=sto/larxos
|Definition=ὁ,= <b class="b3">στολάρχης</b>, <span class="bibl">Poll.1.119</span> cod. B.
|Definition=ὁ, = [[στολάρχης]], Poll.1.119 cod. B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στόλαρχος''': ὁ, ὁ διοικητὴς στόλου, [[ναύαρχος]], [[Πολυδ]]. Α΄, 119.
|lstext='''στόλαρχος''': ὁ, ὁ διοικητὴς στόλου, [[ναύαρχος]], Πολυδ. Α΄, 119.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[αρχηγός]] πολεμικού στόλου, [[ναύαρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:33, 25 August 2023

English (LSJ)

ὁ, = στολάρχης, Poll.1.119 cod. B.

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, = στολάρχης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στόλαρχος: ὁ, ὁ διοικητὴς στόλου, ναύαρχος, Πολυδ. Α΄, 119.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αρχηγός πολεμικού στόλου, ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + -αρχος].