ποταμήρυτος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_15)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
|ptext=([[ἀρύτω]]), <i>[[aus dem Strome geschöpft]]</i>, Paul.Sil. <i>ecphr</i>. 596, [[ὄλβος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτᾰμήρῠτος''': -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, [[ὄλβος]] Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596.
|lstext='''ποτᾰμήρῠτος''': -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, [[ὄλβος]] Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που αντλείται από το [[ποτάμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ρυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 29 November 2024

German (Pape)

(ἀρύτω), aus dem Strome geschöpft, Paul.Sil. ecphr. 596, ὄλβος.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμήρῠτος: -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που αντλείται από το ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ρυτός (< ῥέω)].