λιπαρόχροος: Difference between revisions

(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=liparochroos
|Transliteration C=liparochroos
|Beta Code=liparo/xroos
|Beta Code=liparo/xroos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with shining body, sleek of skin</b>, Σελαναία λιπαρόχροε <span class="bibl">Theoc.2.165</span>:— also λῐπᾰρό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, acc. -χρων, ib.<span class="bibl">102</span>.</span>
|Definition=λιπαρόχροον, [[with shining body]], [[sleek of skin]], Σελαναία λιπαρόχροε Theoc.2.165:—also [[λιπαρόχρως]], ωτος, ὁ, ἡ, acc. λιπαρόχρων, ib.102.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] zsgz. λιπαρόχρους, mit glänzender Haut, Theocr. 2, 165, λιπαρόχροε, ib. 102, λιπαρόχρων, v. l. λιπαρόχρουν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] zsgz. λιπαρόχρους, mit glänzender Haut, Theocr. 2, 165, λιπαρόχροε, ib. 102, λιπαρόχρων, [[varia lectio|v.l.]] λιπαρόχρουν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐπᾰρόχροος:''' стяж. λῐπᾰρόχρους 2 с блистающей кожей, т. е. сияющий, цветущий Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπᾰρόχροος''': -ον, ἔχων λαμπρὸν [[σῶμα]], χαῖρε Σελαναία λιπαρόχροε Θεόκρ. 2. 165· - οὕτω, λιπαρόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, αἰτ. -χρων, ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων εἰς ἐμὰ δώματα Δέλφιν [[αὐτόθι]] 102.
|lstext='''λῐπᾰρόχροος''': -ον, ἔχων λαμπρὸν [[σῶμα]], χαῖρε Σελαναία λιπαρόχροε Θεόκρ. 2. 165· - οὕτω, λιπαρόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, αἰτ. -χρων, ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων εἰς ἐμὰ δώματα Δέλφιν [[αὐτόθι]] 102.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐπᾰρόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

English (LSJ)

λιπαρόχροον, with shining body, sleek of skin, Σελαναία λιπαρόχροε Theoc.2.165:—also λιπαρόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, acc. λιπαρόχρων, ib.102.

German (Pape)

[Seite 51] zsgz. λιπαρόχρους, mit glänzender Haut, Theocr. 2, 165, λιπαρόχροε, ib. 102, λιπαρόχρων, v.l. λιπαρόχρουν.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόχροος: стяж. λῐπᾰρόχρους 2 с блистающей кожей, т. е. сияющий, цветущий Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόχροος: -ον, ἔχων λαμπρὸν σῶμα, χαῖρε Σελαναία λιπαρόχροε Θεόκρ. 2. 165· - οὕτω, λιπαρόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, αἰτ. -χρων, ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων εἰς ἐμὰ δώματα Δέλφιν αὐτόθι 102.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόχροος: -ον (χρόα), αυτός που έχει απαλό δέρμα, σε Θεόκρ.