φιλοπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_17)
(45)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν πορφύραν, Κλήμ. Ἀλεξ. 257.
|lstext='''φῐλοπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν πορφύραν, Κλήμ. Ἀλεξ. 257.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά την [[πορφύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πορφυρός]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1284] den Purpur, Purpurkleider liebend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπόρφῠρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν πορφύραν, Κλήμ. Ἀλεξ. 257.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά την πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πορφυρός].