ὀκτάγωνος: Difference between revisions
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oktagonos | |Transliteration C=oktagonos | ||
|Beta Code=o)kta/gwnos | |Beta Code=o)kta/gwnos | ||
|Definition= | |Definition=ὀκτάγωνον, [[eight-cornered]], Gem.2.15, Nicom.''Ar.''2.11, Alex. Trall.8.2: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκτάγωνος''': -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ γωνίας, Νικομ. Ἀριθμ. 2· ὁ Ὀκτάγωνος, οἰκοδόμημά τι ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἦλθον εἰς τὸν Ὀκτάγωνον Χρον. Πασχάλ. 622, 22· θηλ. ἡ Ὀκτάγωνος, ὑφῆψαν τὴν Ὀκτάγωνον [[αὐτόθι]] 623, 3, ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''ὀκτάγωνος''': -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ γωνίας, Νικομ. Ἀριθμ. 2· ὁ Ὀκτάγωνος, οἰκοδόμημά τι ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἦλθον εἰς τὸν Ὀκτάγωνον Χρον. Πασχάλ. 622, 22· θηλ. ἡ Ὀκτάγωνος, ὑφῆψαν τὴν Ὀκτάγωνον [[αὐτόθι]] 623, 3, ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[οχτάγωνος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀκτάγωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] γωνίες («οκτάγωνο [[κτίσμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκτάγωνο</i><br /><b>μαθ.</b> το [[σχήμα]] που έχει [[οκτώ]] γωνίες και [[οκτώ]] πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. [[αλλά]] και το αρσ. ως ουσ.) [[οικοδόμημα]] στην Κωνσταντινούπολη με οκταγωνικό [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ὀκτάγωνος</i><br />[[αίθουσα]] στο [[ανάκτορο]] της Κωνσταντινούπολης με οκταγωνικό [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γωνία]]), <b>πρβλ.</b> [[επτά]]-<i>γωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀκτάγωνον, eight-cornered, Gem.2.15, Nicom.Ar.2.11, Alex. Trall.8.2:
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάγωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ γωνίας, Νικομ. Ἀριθμ. 2· ὁ Ὀκτάγωνος, οἰκοδόμημά τι ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἦλθον εἰς τὸν Ὀκτάγωνον Χρον. Πασχάλ. 622, 22· θηλ. ἡ Ὀκτάγωνος, ὑφῆψαν τὴν Ὀκτάγωνον αὐτόθι 623, 3, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
και οχτάγωνος, -η, -ο (ΑΜ ὀκτάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει οκτώ γωνίες («οκτάγωνο κτίσμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάγωνο
μαθ. το σχήμα που έχει οκτώ γωνίες και οκτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο
μσν.
1. (το ουδ. αλλά και το αρσ. ως ουσ.) οικοδόμημα στην Κωνσταντινούπολη με οκταγωνικό σχήμα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ὀκτάγωνος
αίθουσα στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης με οκταγωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -γωνος (< γωνία), πρβλ. επτά-γωνος].