ἡμιονίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imionitis
|Transliteration C=imionitis
|Beta Code=h(mioni/ths
|Beta Code=h(mioni/ths
|Definition=[<b class="b3">νῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">muleteer</b>, PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).</span>
|Definition=[νῑ], ου, ὁ, [[muleteer]], PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιονίτης]], ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ημιονηγός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] ἡμιονῑτις» — [[φοράδα]] που κυοφορεί ημίονο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμιονῖτις</i><br /><b>(φυτ.)</b> [[είδος]] φτέρης.
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιονίτης Medium diacritics: ἡμιονίτης Low diacritics: ημιονίτης Capitals: ΗΜΙΟΝΙΤΗΣ
Transliteration A: hēmionítēs Transliteration B: hēmionitēs Transliteration C: imionitis Beta Code: h(mioni/ths

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ, muleteer, PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) ημίονος
1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός
2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» — φοράδα που κυοφορεί ημίονο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῖτις
(φυτ.) είδος φτέρης.