ἵκτης: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iktis | |Transliteration C=iktis | ||
|Beta Code=i(/kths | |Beta Code=i(/kths | ||
|Definition= | |Definition=ἵκτου, ὁ, = [[ἱκέτης]], Lyc.763, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Theognost. ''Can.''15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἵκτης''': -ου, ὁ, = [[ἱκέτης]], [[πτωχός]], κτλ., Ἡσύχ., Θεογνώστου Καν. σ. 15. 33· εὕρηται δὲ καὶ ἐν Λυκόφρ. 763 ([[ἄχλαινος]], [[ἵκτης]], κτλ.)· [[ἴσως]] λοιπὸν [[ἀναγνωστέον]] ἵκτιδες ἀντὶ ἱκέτιδες, [[αὐτόθι]] 1162. | |lstext='''ἵκτης''': -ου, ὁ, = [[ἱκέτης]], [[πτωχός]], κτλ., Ἡσύχ., Θεογνώστου Καν. σ. 15. 33· εὕρηται δὲ καὶ ἐν Λυκόφρ. 763 ([[ἄχλαινος]], [[ἵκτης]], κτλ.)· [[ἴσως]] λοιπὸν [[ἀναγνωστέον]] ἵκτιδες ἀντὶ ἱκέτιδες, [[αὐτόθι]] 1162. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἵκτης]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ἱκέτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἵκτου, ὁ, = ἱκέτης, Lyc.763, Hsch., Theognost. Can.15.
German (Pape)
[Seite 1250] ὁ, der Schutzflehende, Hesych. Bei Schol. Od. 17, 352 ἴκτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἵκτης: -ου, ὁ, = ἱκέτης, πτωχός, κτλ., Ἡσύχ., Θεογνώστου Καν. σ. 15. 33· εὕρηται δὲ καὶ ἐν Λυκόφρ. 763 (ἄχλαινος, ἵκτης, κτλ.)· ἴσως λοιπὸν ἀναγνωστέον ἵκτιδες ἀντὶ ἱκέτιδες, αὐτόθι 1162.