ἐκχώννυμαι: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(6_20) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=perf. -κέχωσμαι aor1 ἐξεχώσθην<br />Pass. to [[be raised on a bank]] or [[be raised on a mound]], Hdt. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[ἐκχώννυμαι]] = [[s'exhausser]] <i>en parl. du sol</i>;<br /><b>2</b> [[être construit sur un terrain d'alluvion]];<br /><b>3</b> [[être comblé par des terres d'alluvion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χώννυμι]], [[ἐκχώννυμι]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκχώννῠμαι''': παθ., ὑψοῦμαι δι’ ἐπισωρεύσεως χώματος, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]] Ἡρόδ. 2. 138˙ [[μάλιστα]] ἡ ἐν Βουβάστι [[πόλις]] ἐξεχώσθη, ἐκτίσθη ἐπὶ ὑψηλοῦ χώματος, [[αὐτόθι]] 137. ΙΙ. ἐπὶ κόλπου θαλάσσης, πληρουμένου διὰ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, [[αὐτόθι]] 11. | |lstext='''ἐκχώννῠμαι''': παθ., ὑψοῦμαι δι’ ἐπισωρεύσεως χώματος, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]] Ἡρόδ. 2. 138˙ [[μάλιστα]] ἡ ἐν Βουβάστι [[πόλις]] ἐξεχώσθη, ἐκτίσθη ἐπὶ ὑψηλοῦ χώματος, [[αὐτόθι]] 137. ΙΙ. ἐπὶ κόλπου θαλάσσης, πληρουμένου διὰ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, [[αὐτόθι]] 11. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκχώννῠμαι:''' παρακ. <i>-κέχωσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξεχώσθην</i> — Παθ., υψώνομαι πάνω σε [[ανάχωμα]] ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:53, 23 March 2024
Middle Liddell
perf. -κέχωσμαι aor1 ἐξεχώσθην
Pass. to be raised on a bank or be raised on a mound, Hdt.
French (Bailly abrégé)
1 ἐκχώννυμαι = s'exhausser en parl. du sol;
2 être construit sur un terrain d'alluvion;
3 être comblé par des terres d'alluvion.
Étymologie: ἐκ, χώννυμι, ἐκχώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχώννῠμαι: παθ., ὑψοῦμαι δι’ ἐπισωρεύσεως χώματος, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ Ἡρόδ. 2. 138˙ μάλιστα ἡ ἐν Βουβάστι πόλις ἐξεχώσθη, ἐκτίσθη ἐπὶ ὑψηλοῦ χώματος, αὐτόθι 137. ΙΙ. ἐπὶ κόλπου θαλάσσης, πληρουμένου διὰ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, αὐτόθι 11.
Greek Monotonic
ἐκχώννῠμαι: παρακ. -κέχωσμαι, αόρ. αʹ ἐξεχώσθην — Παθ., υψώνομαι πάνω σε ανάχωμα ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ.