νανούδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_21)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νανούδιον''': τό, = [[νανίον]], Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ. 271.
|lstext='''νανούδιον''': τό, = [[νανίον]], Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ. 271.
}}
{{grml
|mltxt=[[νανούδιον]], τὸ (Α) [[νάνος]]<br />[[μικρός]] [[σκύλος]], [[σκυλάκι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νανούδιον: τό, = νανίον, Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ. 271.

Greek Monolingual

νανούδιον, τὸ (Α) νάνος
μικρός σκύλος, σκυλάκι.