σκυλάκι

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

το / σκυλάκιον, ΝΑ σκύλαξ, -ακος]
μικρό σκυλί, νεογνό σκύλου
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τών καλλωπιστικών φυτών αντίρρινο, δελφίνιο, κυκλάμινο και οφρύς, λόγω της εξωτερικής ομοιότητας τών ανθέων τους με το κεφάλι μικρού σκύλου
2. ζωολ. κοινή ονομασία του ψαριού σκυλιόρρινος
αρχ.
1. νεογνό οποιουδήποτε ζώου
2. είδος κολλυρίου.

Translations

snapdragon

Arabic: أَنْف الْعِجْل‎; Bengali: গুল ময়মন; Bulgarian: кученце; Burmese: ကျားပါးစပ်; Chinese Mandarin: 金魚草, 金鱼草; Czech: hledík; Danish: løvemund; Dutch: leeuwenbek; Esperanto: antirino, leonfaŭko, lupfaŭko; Estonian: lõvilõug; Finnish: leijonankita; French: gueule-de-loup; German: Löwenmäulchen, Löwenmäuler; Greek: σκυλάκι; Ancient Greek: ἀνάρρινον, ἀντίρρινον, ἀντίρριζον, βουκράνιον, βούρινον, κυνοκεφαλίδιον, κυνοκεφάλιον, ὀσιρίτης; Hebrew: לֹעַ הָאֲרִי‎; Hungarian: oroszlánszáj, tátika; Hunsrik: Leebmeilche; Irish: antairíneam; Italian: bocca di leone; Kazakh: есінек; Lithuanian: žioveinis; Macedonian: зјајка, зејка; Navajo: shį́náldzidí; Norman: dgeule-dé-lion; Old English: hundeshéafod; Persian: گل میمون‎; Polish: lwia paszcza, wyżlin; Portuguese: boca-de-leão, boca-de-lobo, antirrino, erva-bezerra; Romanian: gura-leului; Russian: львиный зев; Spanish: boca de dragón; Swedish: lejongap; Turkish: aslanağzı; Welsh: trwyn y llo, safn y llew, ceg fy nain, pen ci bach