κλήρωμα: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_22) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλήρωμα''': τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, [[δώρημα]], Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4. | |lstext='''κλήρωμα''': τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, [[δώρημα]], Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλήρωμα]], τὸ (AM) [[κληρώ]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το [[δώρημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πεπρωμένο, [[μοίρα]]. | |||
}} | }} |