ἀκαμαντολόγχης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[à la lance infatigable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀκάμας]], [[λόγχη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκᾰμαντολόγχης:''' [[неутомимо действующий копьем]] (Σπαρτοί Pind.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκᾰμαντολόγχης''': -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.
|lstext='''ἀκᾰμαντολόγχης''': -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />à la lance infatigable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκάμας]], [[λόγχη]].
|lsmtext='''ἀκᾰμαντολόγχης:''' -ου, ὁ ([[λόγχη]]), [[ακούραστος]] στην [[χρήση]] της λόγχης, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λόγχη]]<br />[[unwearied]] at the [[spear]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 9 January 2023

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντολόγχης: неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λόγχη
unwearied at the spear, Pind.