φάγομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=manger.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔφαγον]].
|btext=[[manger]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔφαγον]].
}}
{{grml
|mltxt=και σπάν. ενεργ<br />τ. [[φάγω]] Α<br />[[τρώγω]] («πρόσελθε ὦδε καὶ φάγεσαι τῶν ἄρτων», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μέλλ. σχηματισμένος από τον αόρ. β' [[φαγεῖν]] του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» αναλογικά [[προς]] τους τ. [[ἔδομαι]], [[πίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''φάγομαι:''' (φᾰ) поздн. NT praes. fut. к [[φαγεῖν]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1249] s. φαγεῖν.

French (Bailly abrégé)

manger.
Étymologie: cf. ἔφαγον.

Greek Monolingual

και σπάν. ενεργ
τ. φάγω Α
τρώγω («πρόσελθε ὦδε καὶ φάγεσαι τῶν ἄρτων», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μέλλ. σχηματισμένος από τον αόρ. β' φαγεῖν του ρ. ἐσθίω «τρώγω» αναλογικά προς τους τ. ἔδομαι, πίομαι.

Russian (Dvoretsky)

φάγομαι: (φᾰ) поздн. NT praes. fut. к φαγεῖν.