αἰχμαλώτευμα: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[butin de guerre]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμαλωτεύω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰχμαλώτευμα''': τό, τὸ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωτισθὲν ἢ ἁρπαγέν, Βασίλ. τόμ. Α΄, σ. 542.
|lstext='''αἰχμαλώτευμα''': τό, τὸ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωτισθὲν ἢ ἁρπαγέν, Βασίλ. τόμ. Α΄, σ. 542.
}}
}}
{{bailly
{{DGE
|btext=ατος (τό) :<br />butin de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμαλωτεύω]].
|dgtxt=-ματος, τό [[botín]] Basil.M.31.1449C.
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
butin de guerre.
Étymologie: αἰχμαλωτεύω.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμαλώτευμα: τό, τὸ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωτισθὲν ἢ ἁρπαγέν, Βασίλ. τόμ. Α΄, σ. 542.

Spanish (DGE)

-ματος, τό botín Basil.M.31.1449C.