διαπτάσθαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(Bailly1_2)
 
(4)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[διΐπτημι]].
|btext=v. [[διΐπτημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπτάσθαι:''' ή -[[πτέσθαι]], απαρ. αορ. βʹ του [[διαπέτομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:28, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. διΐπτημι.

Greek Monotonic

διαπτάσθαι: ή -πτέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του διαπέτομαι.