δρακεῖν: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(Bailly1_2)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[δέρκομαι]].
|btext=v. [[δέρκομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρᾰκεῖν:''' δρακῆναι, απαρ. Ενεργ. και Παθ. αορ. βʹ του [[δέρκομαι]]· [[δράκον]], Επικ. αόρ. βʹ του Ενεργ. τύπου.
}}
}}

Latest revision as of 19:24, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 664] aor. II. zu δέρκομαι.

French (Bailly abrégé)

v. δέρκομαι.

Greek Monotonic

δρᾰκεῖν: δρακῆναι, απαρ. Ενεργ. και Παθ. αορ. βʹ του δέρκομαι· δράκον, Επικ. αόρ. βʹ του Ενεργ. τύπου.