καταβόστρυχος: Difference between revisions

(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavostrychos
|Transliteration C=katavostrychos
|Beta Code=katabo/struxos
|Beta Code=katabo/struxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with flowing locks</b>, νεανίας <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>146</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Aristaenet.2.19</span>, <span class="bibl">Hld.7.10</span>.</span>
|Definition=καταβόστρυχον, [[with flowing locks]], νεανίας E.''Ph.''146 (lyr.), cf. Aristaenet.2.19, Hld.7.10.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] lockig; [[νεανίας]] Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[aux boucles pendantes]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βόστρυχος]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταβόστρυχος -ον &#91;[[κατά]], [[βόστρυχος]]] [[met lange krullen]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταβόστρῠχος:''' [[с длинными кудрями]], [[кудрявый]] ([[νεανίας]] Eur.).
}}
{{grml
|mltxt=[[καταβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόστρυχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]»), [[πρβλ]]. [[ελικοβόστρυχος]], [[χρυσοβόστρυχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβόστρῡχος:''' -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.
}}
{{ls
|lstext='''καταβόστρῠχος''': -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», [[νεανίας]] Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατα-βόστρῡχος, ον<br />with [[flowing]] locks, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

English (LSJ)

καταβόστρυχον, with flowing locks, νεανίας E.Ph.146 (lyr.), cf. Aristaenet.2.19, Hld.7.10.

German (Pape)

[Seite 1340] lockig; νεανίας Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux boucles pendantes.
Étymologie: κατά, βόστρυχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβόστρυχος -ον [κατά, βόστρυχος] met lange krullen.

Russian (Dvoretsky)

καταβόστρῠχος: с длинными кудрями, кудрявый (νεανίας Eur.).

Greek Monolingual

καταβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικοβόστρυχος, χρυσοβόστρυχος].

Greek Monotonic

καταβόστρῡχος: -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβόστρῠχος: -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», νεανίας Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.

Middle Liddell

κατα-βόστρῡχος, ον
with flowing locks, Eur.