μελισσοκράς: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melissokras | |Transliteration C=melissokras | ||
|Beta Code=melissokra/s | |Beta Code=melissokra/s | ||
|Definition=(parox. cod.)<b | |Definition=(parox. cod.)· ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μελισσοκράς''': -ᾶτος, ὁ καὶ ἡ, «ἡ γλυκεῖα [[δέλτος]], ἡ μέλιτι κεκραμένη» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελισσοκράς]] ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ γλυκεῖα [[δέλτος]], ἢ μέλιτι κεκραμένη», δηλ. η [[δέλτος]], το ξύλινο [[πλαίσιο]] το οποίο περικλείει την [[κηρήθρα]] που περιέχει [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθέτου [[μελισσοκράς]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρας]] <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
(parox. cod.)· ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοκράς: -ᾶτος, ὁ καὶ ἡ, «ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἡ μέλιτι κεκραμένη» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελισσοκράς ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη», δηλ. η δέλτος, το ξύλινο πλαίσιο το οποίο περικλείει την κηρήθρα που περιέχει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελισσοκράς (< μέλισσα + -κρας < κεράννυμι)].