κρας

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

(I)
κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α)
(ποιητ. τ. του κάρα)
1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.)
2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο» — από την κορυφή του Ολύμπου, Ομ. Ιλ.)
3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. κάρα (Ι)].
(II)
κρᾱς, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρέας.