νεόβλαστος: Difference between revisions

(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neovlastos
|Transliteration C=neovlastos
|Beta Code=neo/blastos
|Beta Code=neo/blastos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sprouting afresh</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.8.5</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>484</span>.</span>
|Definition=νεόβλαστον, [[sprouting afresh]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.8.5, Nic.''Al.''484.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0241.png Seite 241]] frisch oder neu keimend, sprossend, hervorbrechend, Poll.
}}
{{ls
|lstext='''νεόβλαστος''': -ον, ἐπὶ κλάδων δένδρου, ὁ [[ἀρτίως]] βλαστήσας, καθάπερ καὶ τῆς συκῆς οἱ νεόβλαστοι (δηλ. κλάδοι) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, Νικ. Ἀλέξιφ. 484, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθηλές.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόβλαστος]], -ον (ΑΜ)<br />(για κλαδιά δέντρων) αυτός που αναπτύσσει νέους και τρυφερούς βλαστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]]), [[πρβλ]]. [[αρτίβλαστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

English (LSJ)

νεόβλαστον, sprouting afresh, Thphr. HP 1.8.5, Nic.Al.484.

German (Pape)

[Seite 241] frisch oder neu keimend, sprossend, hervorbrechend, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

νεόβλαστος: -ον, ἐπὶ κλάδων δένδρου, ὁ ἀρτίως βλαστήσας, καθάπερ καὶ τῆς συκῆς οἱ νεόβλαστοι (δηλ. κλάδοι) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, Νικ. Ἀλέξιφ. 484, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθηλές.

Greek Monolingual

νεόβλαστος, -ον (ΑΜ)
(για κλαδιά δέντρων) αυτός που αναπτύσσει νέους και τρυφερούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. αρτίβλαστος].