νωθράς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nothras
|Transliteration C=nothras
|Beta Code=nwqra/s
|Beta Code=nwqra/s
|Definition=άδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βαλλωτή]], Ps.-Dsc.3.103.</span>
|Definition=νωθράδος, ἡ, = [[βαλλωτή]], Ps.-Dsc.3.103.
}}
{{grml
|mltxt=[[νωθράς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[βαλλωτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νωθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του (<b>πρβλ.</b> [[νωθουρίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθράς Medium diacritics: νωθράς Low diacritics: νωθράς Capitals: ΝΩΘΡΑΣ
Transliteration A: nōthrás Transliteration B: nōthras Transliteration C: nothras Beta Code: nwqra/s

English (LSJ)

νωθράδος, ἡ, = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.

Greek Monolingual

νωθράς, -άδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + επίθημα -άς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του (πρβλ. νωθουρίς)].