ὀλιγώρημα: Difference between revisions
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oligorima | |Transliteration C=oligorima | ||
|Beta Code=o)ligw/rhma | |Beta Code=o)ligw/rhma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[act of negligence]], Arist.''VV''1251b22. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγώρημα:''' ατος τό Arst. = [[ὀλιγωρία]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀλιγώρημα''': τό, [[πρᾶξις]] περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ὀλιγώρημα]]) [[ολιγωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμέλεια]] που παρατηρείται μόνο μία [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πράξη]] περιφρόνησης. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, act of negligence, Arist.VV1251b22.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγώρημα: ατος τό Arst. = ὀλιγωρία.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγώρημα: τό, πρᾶξις περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.
Greek Monolingual
το (Α ὀλιγώρημα) ολιγωρώ
νεοελλ.
αμέλεια που παρατηρείται μόνο μία φορά
αρχ.
πράξη περιφρόνησης.