αμέλεια

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀμέλεια) [ἀμελὴς (Ι)]
έλλειψη φροντίδας, ενδιαφέροντος και προσοχής, παραμέληση, αδιαφορία
νεοελλ.
(ως νομικός όρος) απροσεξία που συνεπάγεται ποινή
«φόνος εξ αμελείας», χωρίς πρόθεση, χωρίς δόλο.