προέηκα: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(Autenrieth)
(4)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[προΐημι]].
|auten=see [[προΐημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προέηκα:''' Επικ. αντί <i>-ῆκα</i>, αόρ. αʹ του <i>προίημι</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''προέηκα:''' эп. (= [[προῆκα]]) aor. 1 к [[προΐημι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de προίημι.

English (Autenrieth)

see προΐημι.

Greek Monotonic

προέηκα: Επικ. αντί -ῆκα, αόρ. αʹ του προίημι.

Russian (Dvoretsky)

προέηκα: эп. (= προῆκα) aor. 1 к προΐημι.