ἀλειτήριος: Difference between revisions
(big3_2) |
m (Text replacement - "ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, κατάρατος, κατήρητος, κατάρητος, κατηραμένος, πρόστροπος;" to "ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἀράσιμος, ἀρατός, ἀρητός, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, ἐπικατάρατος, ἐπίτριπτος, καταράσιμος, κατάρατος, κατάρητος, κάταρϝος, [[κατηρα...) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[impío]], [[maldito]], [[enemigo del estado]] Ὀλύνθιοι αἰχμάλωτοι D.19.197, de los partidarios de Filipo, D.19.226, referido a Demóstenes τὸν τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριον στεφανοῦν Aeschin.3.157, cf. Din.1.77, κοινὸν ἀλειτήριον τῶν ... ἀπολωλότων ἁπάντων D.18.159, cf. [[ἀλιτήριος]]. | |dgtxt=-ον<br />[[impío]], [[maldito]], [[enemigo del estado]] Ὀλύνθιοι αἰχμάλωτοι D.19.197, de los partidarios de Filipo, D.19.226, referido a Demóstenes τὸν τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριον στεφανοῦν Aeschin.3.157, cf. Din.1.77, κοινὸν ἀλειτήριον τῶν ... ἀπολωλότων ἁπάντων D.18.159, cf. [[ἀλιτήριος]].<br /><b class="num">• Etimología:</b> Probablemente *<i>H2leit</i>-, cf. aaa. <i>leid</i>, an. <i>leiþr</i>; cf. [[ἀλιτρός]], [[ἀλιταίνω]], [[ἀλοιτός]], con otros vocalismos. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[accursed]]=== | |||
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: [[fichu]], [[satanée]], [[détestable]]; Greek: [[καταραμένος]], [[επάρατος]]; Ancient Greek: [[ἁγής]], [[ἅγιος]], [[ἀλειτήριος]], [[ἀλιτήριος]], [[ἀλιτηριώδης]], [[ἀνόσιος]], [[ἀραῖος]], [[ἀράσιμος]], [[ἀρατός]], [[ἀρητός]], [[ἐναγής]], [[ἐξάγιστος]], [[ἐπάρατος]], [[ἐπικατάρατος]], [[ἐπίτριπτος]], [[καταράσιμος]], [[κατάρατος]], [[κατάρητος]], [[κάταρϝος]], [[κατηραμένος]], [[κατήρητος]], [[οὐλόμενος]], [[πρόστροπος]]; Irish: mallachtach; Portuguese: [[maldito]]; Romanian: blestemat, afurisit | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 9 November 2024
Spanish (DGE)
-ον
impío, maldito, enemigo del estado Ὀλύνθιοι αἰχμάλωτοι D.19.197, de los partidarios de Filipo, D.19.226, referido a Demóstenes τὸν τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριον στεφανοῦν Aeschin.3.157, cf. Din.1.77, κοινὸν ἀλειτήριον τῶν ... ἀπολωλότων ἁπάντων D.18.159, cf. ἀλιτήριος.
• Etimología: Probablemente *H2leit-, cf. aaa. leid, an. leiþr; cf. ἀλιτρός, ἀλιταίνω, ἀλοιτός, con otros vocalismos.
Translations
accursed
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: fichu, satanée, détestable; Greek: καταραμένος, επάρατος; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἀράσιμος, ἀρατός, ἀρητός, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, ἐπικατάρατος, ἐπίτριπτος, καταράσιμος, κατάρατος, κατάρητος, κάταρϝος, κατηραμένος, κατήρητος, οὐλόμενος, πρόστροπος; Irish: mallachtach; Portuguese: maldito; Romanian: blestemat, afurisit