estabilidad: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἔνστασις]], [[ἑδραιότης]], [[ἀσφάλεια]], [[ἐμπαράμονος]], [[ἑδραίωσις]], [[ | |sltx=[[ἔνστασις]], [[ἑδραιότης]], [[ἀσφάλεια]], [[ἐμπαράμονος]], [[ἑδραίωσις]], [[τό βέβαιον]], [[βεβαιότης]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:04, 12 May 2023
Spanish > Greek
ἔνστασις, ἑδραιότης, ἀσφάλεια, ἐμπαράμονος, ἑδραίωσις, τό βέβαιον, βεβαιότης