σακηφόρος: Difference between revisions

(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sakiforos
|Transliteration C=sakiforos
|Beta Code=sakhfo/ros
|Beta Code=sakhfo/ros
|Definition=ὁ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σακκοφόρος <span class="bibl">1</span>, Διονύσου . . σ. μύσται <span class="title">Supp.Epigr.</span> 4.522 (Ephesus, ii A.D.).</span>
|Definition=ὁ, = [[σακκοφόρος]] ''1'', Διονύσου.. σ. μύσται ''Supp.Epigr.'' 4.522 (Ephesus, ii A.D.).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[λάτρης]] θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] / [[σάκκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Ο τ. [[αντί]] [[σακκοφόρος]], για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

English (LSJ)

ὁ, = σακκοφόρος 1, Διονύσου.. σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522 (Ephesus, ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + -φόρος. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους].