σακκοφόρος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκοφόρος Medium diacritics: σακκοφόρος Low diacritics: σακκοφόρος Capitals: ΣΑΚΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sakkophóros Transliteration B: sakkophoros Transliteration C: sakkoforos Beta Code: sakkofo/ros

English (LSJ)

σακκοφόρον,
Awearing coarse hair-cloth, Plu.2.239c: σακκοφόροι, οἱ, name of a religious sect, MAMA1.171 (Laodicea Combusta, iv A.D.), Cod.Just.1.5.5; cf. σακηφόρος.
2 porter, PTeb.39.26 (ii B.C.), 141 ii 7 (iii A.D.): σακοφόρος, Sammelb.3939.7.

German (Pape)

[Seite 858] grobes härenes Zeug oder ein Kleid davon tragend, Plut. instituta lac. p. 254 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un vêtement grossier.
Étymologie: σάκκος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

σακκοφόρος: одетый во вретище Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σακκοφόρος: -ον, ὁ φορῶν τραχύ, τρίχινον ὕφασμα, Πλούτ. 2. 239C· - ἐντεῦθεν σακκοφορέω καὶ σακκοφορία, ἡ, Ἰουστῖν. Μάρτ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σακκοφόροι
ονομασία θρησκευτικής αίρεσης
αρχ.
1. αυτός που φορά τρίχινα ενδύματα που μοιάζουν με σάκους
2. αχθοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -φόρος (< φέρω)].