Σκίρτος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Skirtos
|Transliteration B=Skirtos
|Transliteration C=Skirtos
|Transliteration C=Skirtos
|Beta Code=*ski/rtos
|Beta Code=*ski/rtos
|Definition=ὁ, <span class="title">Leaper</span>, name of a Satyr, <span class="title">AP</span>7.707 (Diosc.), <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span> 14.111</span>; <b class="b3">Σκίρτοι</b>, attendants of Dionysus, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>30</span>.
|Definition=ὁ, ''Leaper'', name of a Satyr, ''AP''7.707 (Diosc.), [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 14.111; [[Σκίρτοι]], attendants of [[Dionysus]], Corn.''ND''30.
}}
{{ls
|lstext='''Σκίρτος''': ὁ, ὁ Πηδητής, [[ὄνομα]] Σατύρου, Ἀνθ. Π. 7. 707, Νόνν.· Σκίρτοι, θεράποντες τοῦ Βάκχου, Κορνούτ. π. Θεῶν Φύσ. 30.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] Σατύρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Σκίρτοι</i><br />οι ακόλουθοι του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από αμάρτυρο προσηγορικό <i>σκίρτος</i> (υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> σκιρτῶ)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Σκίρτος:''' ὁ ([[σκιρτάω]]), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Σκίρτος]], ὁ, [[σκιρτάω]]<br />leaper, [[name]] of a [[Satyr]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκίρτος Medium diacritics: Σκίρτος Low diacritics: Σκίρτος Capitals: ΣΚΙΡΤΟΣ
Transliteration A: Skírtos Transliteration B: Skirtos Transliteration C: Skirtos Beta Code: *ski/rtos

English (LSJ)

ὁ, Leaper, name of a Satyr, AP7.707 (Diosc.), Nonn. D. 14.111; Σκίρτοι, attendants of Dionysus, Corn.ND30.

Greek (Liddell-Scott)

Σκίρτος: ὁ, ὁ Πηδητής, ὄνομα Σατύρου, Ἀνθ. Π. 7. 707, Νόνν.· Σκίρτοι, θεράποντες τοῦ Βάκχου, Κορνούτ. π. Θεῶν Φύσ. 30.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. προσωνυμία Σατύρου
2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι
οι ακόλουθοι του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από αμάρτυρο προσηγορικό σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)].

Greek Monotonic

Σκίρτος: ὁ (σκιρτάω), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.

Middle Liddell

Σκίρτος, ὁ, σκιρτάω
leaper, name of a Satyr, Anth.