ωοθυλάκιο: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(47c) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>ανατ.</b> [[σφαιροειδής]] και, στη [[συνέχεια]], [[κυστεοειδής]] [[κυτταρικός]] [[σχηματισμός]] της ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ωό</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[θυλάκιο]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=το, Ν<br /><b>ανατ.</b> [[σφαιροειδής]] και, στη [[συνέχεια]], [[κυστεοειδής]] [[κυτταρικός]] [[σχηματισμός]] της ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ωό</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[θυλάκιο]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>follicule ovarien</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:53, 23 August 2021
Greek Monolingual
το, Ν
ανατ. σφαιροειδής και, στη συνέχεια, κυστεοειδής κυτταρικός σχηματισμός της ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θυλάκιο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. follicule ovarien].