ἀξιοπιστία: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό. | |mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀξιοπιστία:''' ἡ вероятность, правдоподобие (ἔν τινι Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A trustworthiness, Hipparch.1.1.7, Phld.Rh.1.45S., D.S.1.23, Longin. 16.2, etc. 2 plausibility, J.BJ1.32.2; credibility, Alex.Fig.1.17.
German (Pape)
[Seite 270] ἡ, Glaubwürdigkeit, D. Sic. 1, 23; Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοπιστία: ἡ, τὸ εἶναί τινα ἀξιόπιστον, Διόδ. 1. 23. 2) τὸ φαίνεσθαι ἀξιόπιστον, τὸ εὐλογοφανές, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 credibilidad ἡ γὰρ τῶν ποιημάτων χάρις ἀξιοπιστίαν τινὰ τοῖς λεγομένοις περιτίθησι Hipparch.1.1.7, ἔχειν ἀξιοπιστίαν Phld.Rh.p.85Aur., cf. D.S.1.23, Alex.Fig.1.17, Longin.16.2.
2 verosimilitud προορῶμαι τὴν μέλλουσαν ἀ. I.BI 1.627.
3 crédito en transacciones comerciales, Tat.Orat.25.
Greek Monolingual
η (Α ἀξιοπιστία)
ιδιότητα του αξιόπιστου
αρχ.
το να φαίνεται κάτι εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοπιστία: ἡ вероятность, правдоподобие (ἔν τινι Diod.).