αριστούχος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (θηλ. και -χα)<br />αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> (β' συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i><br /> | |mltxt=-ο (θηλ. και -χα)<br />αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> (β' συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i><br />πρβλ. [[αδειούχος]], [[προνομιούχος]], [[πτυχιούχος]], [[συνταξιούχος]] κ.ά. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 23 December 2018
Greek Monolingual
-ο (θηλ. και -χα)
αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ούχος (β' συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) < έχω
πρβλ. αδειούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].