αδειούχος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

ο, η (θηλ. και -ούχα)
1. αυτός που βρίσκεται σε άδεια, που απουσιάζει νόμιμα από την εργασία ή την υπηρεσία του
2. που έχει άδεια για την άσκηση κάποιου επαγγέλματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδεια + -ούχος < έχω].