ἄτοιχος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄτοιχος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] τοίχους. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄτοιχος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] τοίχους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄτοιχος:''' -ον, αυτός που δεν έχει τοίχους, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unwalled, E.Ion1133, D.C.74.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans mur, sans clôture.
Étymologie: ἀ, τοῖχος.
Spanish (DGE)
-ον
no murado, sin muro περιβολή E.Io 1133, οἴκημα D.C.74.4.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτοιχος, -ον)
ο χωρίς τοίχους.
Greek Monotonic
ἄτοιχος: -ον, αυτός που δεν έχει τοίχους, σε Ευρ.