αγκράφα: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />[[διακοσμητική]] [[καρφίτσα]] που συνδέει τα δύο [[άκρα]] ζώνης ή στολίζει υποδήματα και ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η<br />[[διακοσμητική]] [[καρφίτσα]] που συνδέει τα δύο [[άκρα]] ζώνης ή στολίζει υποδήματα και ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>agrafe</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
η
διακοσμητική καρφίτσα που συνδέει τα δύο άκρα ζώνης ή στολίζει υποδήματα και ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. agrafe].